- στυμφαλίς
- η, ΝΑ(στον πληθ. ως κύριο όν. και σε συνεκφορά με τη λ. ὄρνιθες) Στυμφαλίδες όρνιθεςμυθ. μυθικά τερατώδη αρπακτικά πτηνά με φτερά από σίδερο που τρέφονταν με ανθρώπινες σάρκες και ζούσαν στη λίμνη Στυμφαλίδα και τα οποία έδιωξε ή σκότωσε ο Ηρακλής.[ΕΤΥΜΟΛ. < Στύμφαλος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. Μηλ-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.